ἐκπάτιος

From LSJ
Revision as of 15:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰτιος Medium diacritics: ἐκπάτιος Low diacritics: εκπάτιος Capitals: ΕΚΠΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ekpátios Transliteration B: ekpatios Transliteration C: ekpatios Beta Code: e)kpa/tios

English (LSJ)

ον, (πάτος)

   A out of the common path : excessive, ἄλγεα A.Ag.49 (anap.) ; expld. by Sch. as lonely. Adv. -ίως v.l. for ἐκπάγλως (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.

German (Pape)

[Seite 771] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, ἄλγος Aesch. Ag. 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπάτιος: ᾰ, α, ον, (πάτος) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, ἀσυνήθης, ὑπερβολικός, ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, ἔνθα ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.
Étymologie: ἐκ, πατέω.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1sent. dud., quizá extremo, excesivo ἄλγη A.A.49.
2 quizá anómalo ἐκπάτιον· ἀνόμοιον Hsch.
II adv. -ως anómalamente, de modo anómalo o quizá de modo extremo Hp. en Erot.41.16 (var de ἐκπάγλως).

Greek Monolingual

ἐκπάτιος, -ον και -ος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, ασυνήθιστος, υπερβολικός.

Greek Monotonic

ἐκπάτιος: [ᾱ], -α, -ον (πάτος), αυτός που βρίσκεται έξω από το συνήθη δρόμο, παραστρατημένος· υπερβολικός, υπέρμετρος, σφοδρός, βίαιος, τερατώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπάτιος: (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.).

Middle Liddell

ἐκ-πά¯τιος, η, ον πάτος
out of the common path: excessive, vehement, Aesch.