ἐπικούρησις

From LSJ
Revision as of 15:27, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικούρησις Medium diacritics: ἐπικούρησις Low diacritics: επικούρησις Capitals: ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΙΣ
Transliteration A: epikoúrēsis Transliteration B: epikourēsis Transliteration C: epikoyrisis Beta Code: e)pikou/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A succour, protection, Antipho Soph.Oxy.1364.158; τᾶς ἐκ τῶ θῄω γινομένας ἐ. Euryph. ap. Stob.4.39.27; κακῶν against evils, E.Andr.28; τῆς ἀπορίας Pl.Lg.919b.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, Hülfe, κακῶν, gegen Unglücksfälle, Eur. Andr. 28; τῆς ἀπορίας Plat. Legg. XI, 919 b; ἡ ἐκ θεῶν ἐπ. Euryph. Stob. fl. 103, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, βοήθεια, προστασία, τῶν θεῶν Εὐρυφ. παρὰ Στοβ. 555, ἐν τέλει· κακῶν, βοήθειαι ἐναντίον κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 28· τῆς ἀπορίας Πλάτ. Νόμ. 919Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
secours, protection contre, gén..
Étymologie: ἐπικουρέω.

Greek Monolingual

ἐπικούρησις, ἡ (Α) επικουρώ
1. βοήθεια, προστασία
2. (με γεν.) βοήθεια εναντίον κάποιου (α. «ἐλπίς μ’ ἀεὶ προσῆγε σωθέντος τέκνου ἀλκήν τιν’ εὑρεῑν κἀπικούρησιν κακῶν», Ευρ.
β. «τῇ τῆς ἀπορίας ἐπικουρήσει», Πλάτ.).

Greek Monotonic

ἐπικούρησις: -εως, ἡ, προστασία, κακῶν, έναντι των κακών, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικούρησις: εως ἡ
1) помощь (τῆς ἀπορίας Plat.);
2) защита (κακῶν Eur.).

Middle Liddell

ἐπικούρησις, εως [from ἐπικουρέω
protection, κακῶν against evils, Eur.