ἡσυχοποιός

From LSJ
Revision as of 16:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχοποιός Medium diacritics: ἡσυχοποιός Low diacritics: ησυχοποιός Capitals: ΗΣΥΧΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: hēsychopoiós Transliteration B: hēsychopoios Transliteration C: isychopoios Beta Code: h(suxopoio/s

English (LSJ)

   A silentiarius, Gloss.

Greek Monolingual

ἡσυχοποιός, ό (Α)
ο σιλεντιάριος, ο επιστάτης που επέβαλλε την ησυχία και γενικά επέβλεπε την τήρηση της εθιμοτυπίας στη βυζαντινή αυλή ή σε μοναστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θορυβο-ποιός, κακο-ποιός.