δόλωμα

From LSJ
Revision as of 18:33, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόλωμα Medium diacritics: δόλωμα Low diacritics: δόλωμα Capitals: ΔΟΛΩΜΑ
Transliteration A: dólōma Transliteration B: dolōma Transliteration C: doloma Beta Code: do/lwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A trick, deceit, A.Ch.1003; stratagem, ruse, Aen. Tact.8.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 655] τό, List, Betrug, Aesch. Ch. 997 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δόλωμα: τό, τέχνασμα, δόλος, Αἰσχύλ. Χο. 1003.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
piège, ruse.
Étymologie: δολόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
trampa, estratagema τῷδε ... δολώματι πολλοὺς ἀναιρῶν A.Ch.1003, χρὴ κατασκευάζεσθαι δολώματα τοῖς ἀποβαίνουσι Aen.Tact.8.2.

Greek Monolingual

το (AM δόλωμα)
κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση
(«δεν έπιασε το δόλωμα»)
νεοελλ.
1. ο δελεασμός
2. νοθεία
3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή του θύματος, δέλεαρ
αρχ.
στρατήγημα, πανουργία.

Greek Monotonic

δόλωμα: -ατος, τό, τέχνασμα, δόλος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δόλωμα: ατος τό хитрость, коварная уловка, обман Aesch.

Middle Liddell

δόλωμα, ατος, τό, [from δολόω n
a trick, deceit, Aesch.