καλαμευτής

From LSJ
Revision as of 18:55, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμευτής Medium diacritics: καλαμευτής Low diacritics: καλαμευτής Capitals: ΚΑΛΑΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kalameutḗs Transliteration B: kalameutēs Transliteration C: kalameftis Beta Code: kalameuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (as if from *καλαμεύω),

   A reaper, mower, Theoc.5.111.    II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. θεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
moissonneur.
Étymologie: καλάμη.
2οῦ (ὁ) :
pêcheur à la ligne.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

καλαμευτής, ὁ (Α)
1. θεριστής
2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμευτής: -οῦ, ὁ,
I. (όπως αν προερχόταν από το *καλαμεύω), θεριστής, σε Θεόκρ.
II. αυτός που ψαρεύει με πετονιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμευτής: οῦ ὁ καλάμη жнец Theocr.
οῦ ὁ κάλαμος рыболов-удильщик Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμευτής -οῦ, ὁ [καλάμη] maaier:. οὕτω... ἐρεθίζετε τὼς καλαμευτάς zo plagen jullie (krekels) de maaiers Theocr. 5.111.
καλαμευτής -οῦ, ὁ [κάλαμος] hengelaar, visser:. ἐπακταῖος καλαμευτής visser aan het strand AP 7.504.1.

Middle Liddell

κᾰλᾰμευτής, οῦ, [as if from *καλαμεύω]
I. a reaper, mower, Theocr.
II. an angler, Anth.