κροκοβαφής

From LSJ
Revision as of 19:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοβᾰφής Medium diacritics: κροκοβαφής Low diacritics: κροκοβαφής Capitals: ΚΡΟΚΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: krokobaphḗs Transliteration B: krokobaphēs Transliteration C: krokovafis Beta Code: krokobafh/s

English (LSJ)

ές, = foreg., Sch.Pi.N.1.58: metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the

   A sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A.Ag.1121 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1511] ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές (Α κροκοβαφής, -ές)
κροκόβαπτος
αρχ.
κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνο-βαφής, κοκκο-βαφής].

Greek Monotonic

κροκοβᾰφής: -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, στην καρδιά μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή σταγόνα του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121.

Russian (Dvoretsky)

κροκοβᾰφής: пожелтевший, желтый: κ. σταγών Aesch. обесцвеченная, т. е. застывшая от ужаса, кровь.

Middle Liddell

κροκο-βᾰφής, ές = κροκόβαπτος
metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών to my heart ran the sallow, sickly blood-drop (that precedes death), Aesch.