καυχηματίας

From LSJ
Revision as of 19:12, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυχημᾰτίας Medium diacritics: καυχηματίας Low diacritics: καυχηματίας Capitals: ΚΑΥΧΗΜΑΤΙΑΣ
Transliteration A: kauchēmatías Transliteration B: kauchēmatias Transliteration C: kafchimatias Beta Code: kauxhmati/as

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A boaster, braggart, Ptol.Tetr.159, EM121.7; boastful, λόγος Sch.Il.13.373.

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ, Großprahler, Prahlhans; Schol. Ar. Ran. 40; vgl. E. M. 121, 7; auch λόγος, Schol. Il. 13, 373.

Greek (Liddell-Scott)

καυχημᾰτίας: -ου, ὁ, καυχώμενος, «καυχησιάρης»· ἐγένετο δὲ κατὰ τὸ φρονηματίας, φρυαγματίας, οἰηματίας κτλ., κ. λόγος Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 373, Ἐτυμ. Μ.

Greek Monolingual

ο (Α καυχηματίας) καύχημα
αυτός που διαρκώς καυχιέται, αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιάρης
αρχ.
(για λόγο) ο γεμάτος κομπασμό.