σκασμός

From LSJ
Revision as of 23:00, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκασμός Medium diacritics: σκασμός Low diacritics: σκασμός Capitals: ΣΚΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skasmós Transliteration B: skasmos Transliteration C: skasmos Beta Code: skasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σκάζω)

   A limping, halting, Aq.Ps.34(35).15.

German (Pape)

[Seite 890] ὁ, das Hinken, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σκασμός: ὁ (σκάζω) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη.

Greek Monolingual

(I)
ο, Ν [[σκά(ζ)ω]]
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή της λειτουργίας της αναπνοής
3. (ως επιφ.) «σκασμόςσιωπή!
4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» — σωπαίνω
β) «τρώγω μέχρι σκασμού» — τρώγω κατά κόρον.
(II)
ὁ, Α σκάζω (Ι)]
χωλότητα, αναπηρία.