χαριτία
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ἡ,
German (Pape)
[Seite 1339] ἡ, Scherz, Spaß, Xen. Cyr. 2, 2,13.
Greek (Liddell-Scott)
χαρῐτία: ἡ, ἀστειότης, χαριεντισμός, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 13.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne grâce, enjouement.
Étymologie: χάρις.
Greek Monolingual
ἡ, Α χάρις, -ιτος]
χαριεντισμός, πείραγμα.
Greek Monotonic
χαρῐτία: ἡ, χαριεντισμός, αστείο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
χᾰρῐτία: ἡ шутка, острота Xen.