ἐνναετήρ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ἐνναίω)
A inmate, inhabitant, AP9.495 (Arch.), v.l. in Mosch.2.123:—fem. ἐννᾰέτειρα, APl.4.94 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 846] ῆρος, ὁ, der Einwohner, Anth. IX, 495.
Greek (Liddell-Scott)
ἐννᾰετήρ: ῆρος, ὁ, (ἐνναίω) ἔνοικος, κάτοικος, Ἑλλάδος ἐνναετῆρες Ἀνθ. Π. 9. 495, Μόσχ. 2. 119: θηλ. ἐνναέτειρα Ἀνθ. Π. 4. 94.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
habitant.
Étymologie: ἐνναίω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
habitante c. gen. πόντοιο Mosch.2.123 (var.), χθονός AP 1.10.26, 123 (Sophronius), Ἑλλάδος AP 9.495, πάτρης Opp.H.3.207, cf. 636, Παφίης χθονός Dioscorus 1.2, cf. 11.54.
Greek Monolingual
ἐνναετήρ, ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) ενναίω
κάτοικοις, ένοικος («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἐνναετήρ: -ῆρος, ἡ, επίσης ἐνναέτειρα (ἐνναίω), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐνναετήρ, ῆρος, ἐνναίω
an inmate, inhabitant, Anth.