ἐπίτεγξις
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fomentation, embrocation, Hp.Fract.29. II moistening, Id.Loc.Hom.17, Gal.10.442 ; moisture, humidity, interpol. in Sor.2.84 (=Aët.16.71).
German (Pape)
[Seite 989] ἡ, Benetzung auf der Oberfläche, Erweichung, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτεγξις: -εως, ἡ ἐπίβρεξις, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770.
Greek Monolingual
ἐπίτεγξις, ἡ (Α) επιτέγγω
1. βρέξιμο, μούσκεμα, εμποτισμός με υγρό
2. μαλάκωμα που γίνεται με εμποτισμό
3. υγρή κατάσταση.