ὑπόλειψις

From LSJ
Revision as of 10:12, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλειψις Medium diacritics: ὑπόλειψις Low diacritics: υπόλειψις Capitals: ΥΠΟΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: hypóleipsis Transliteration B: hypoleipsis Transliteration C: ypoleipsis Beta Code: u(po/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A failure, deficiency, τοῦ θερμοῦ Placit.5.30.4; τῶν ὀδόντων Arist.GA745a33.    II falling behind, in growth, Thphr. CP5.1.11.    III Astron . . direct motion, i. e. Eastwards along the ecliptic, Gem.12.19, Ptol.Alm.1.8, 12.1, Theo Sm.p.147 H.    2 occultation, Iamb.VP6.31.

German (Pape)

[Seite 1223] ἡ, das Uebrigbleiben, Zurückbleiben, Theophr. – Auch ἡλίου, wie ἔκλειψις, die Sonnenfinsterniß, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλειψις: -εως, ἡ, ἔκλειψις, ἔλλειψις, γῆρας γίγνεται παρὰ τὴν τοῦ θερμοῦ ὑπόλειψιν Παρμενίδης παρὰ Στοβ. 589. 27· τῶν ὀδόντων Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 52· ― ὡσαύτως ὡς τὸ ἔκλειψις ἡλίου Ἰαμβλίχου Βίος Πυθαγ. σ. 70. ΙΙ. τὸ ὑπολείπεσθαι, μένειν ὀπίσω εἰς αὔξησιν, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 1, 11. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ἀστρον., κίνησις πρὸς τὰ ὀπίσω, Πτολ.

Greek Monolingual

-είψεως, ἡ, Α ὑπολείπω
1. έλλειψηὑπόλειψις τῶν ὀδόντων», Αριστοτ.)
2. (για φυτά) καθυστέρηση στην ανάπτυξη
3. αστρον. α) έκλειψη του Ηλίου
β) κίνηση προς τα ανατολικά κατά μήκος της εκλειπτικής.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλειψις: εως ἡ выпадение, потеря (τῶν ὀδόντων Arst.).