περίπυστος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A widely known, celebrated, A.R.4.213, Parth.25.3, App.BC2.88, Coluth.75, AP7.42, etc.
German (Pape)
[Seite 590] ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
περίπυστος: -ον, περιβόητος, περίφημος, «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
connu alentour, célèbre.
Étymologie: περί, πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)].
Russian (Dvoretsky)
περίπυστος: широко известный, знаменитый Anth.