περίπυστος

From LSJ
Revision as of 10:59, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίπυστος Medium diacritics: περίπυστος Low diacritics: περίπυστος Capitals: ΠΕΡΙΠΥΣΤΟΣ
Transliteration A: perípystos Transliteration B: peripystos Transliteration C: peripystos Beta Code: peri/pustos

English (LSJ)

ον,

   A widely known, celebrated, A.R.4.213, Parth.25.3, App.BC2.88, Coluth.75, AP7.42, etc.

German (Pape)

[Seite 590] ringsum kund, bekannt, weit berühmt, Col. 75 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

περίπυστος: -ον, περιβόητος, περίφημος, «ἐξακουστός», Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 213, Κόλουθ. 75, Ἀνθ. Π. 7. 42, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
connu alentour, célèbre.
Étymologie: περί, πυνθάνομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που είναι παντού γνωστός, περιώνυμος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πυστός (< πυνθάνομαι «πληροφορούμαι»)].

Russian (Dvoretsky)

περίπυστος: широко известный, знаменитый Anth.

Middle Liddell

περί-πυστος, ον,
known all round about, Anth.