κατολισθάνω

From LSJ
Revision as of 12:09, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατολισθάνω Medium diacritics: κατολισθάνω Low diacritics: κατολισθάνω Capitals: ΚΑΤΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: katolisthánō Transliteration B: katolisthanō Transliteration C: katolisthano Beta Code: katolisqa/nw

English (LSJ)

later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2

   A κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 -ωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. -ωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.

French (Bailly abrégé)

glisser, se laisser tomber ; fig. εἰς ἔρωτα tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.

Greek Monolingual

κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.

Greek Monotonic

κατολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή βυθίζομαι προς τα κάτω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

κατολισθάνω: досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς πάθος Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ολισθάνω uitglijden; overdr. terugvallen:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or sink down, Luc.