λιβανωτίς
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
(A), ίδος, ἡ,
A rosemary frankincense, λ. κάρπιμος Lecokia cretica, Thphr.HP9.11.10, Dsc.3.74.1, Gal.12.60; λ. καχρυφόρος Nic.Th.850. 2 λ. [κάρπιμος] ἑτέρα Ferulago galbanifera, Dsc.3.74.2. 3 λ. ἄκαρπος Rosmarinum sterile, Ibid.; also, Lactuca graeca, Thphr.HP9.11.11, Dsc.3.74.4. 4 rosemary, Rosmarinus officinalis, Id.3.75, Gal.12.61. 5 = κόνυζα λεπτόφυλλος, Ps.-Dsc.3.121.
λῐβᾰν-ωτίς (B), ίδος, ἡ,
A = λιβανωτρίς, IG22.840.7, 11(2).110, 111, al. (Delos, iii B.C.), Roussel Cultes Égyptiens p.217 (ibid., ii B.C.), Polyaen.4.8.2.
German (Pape)
[Seite 42] ίδος, ἡ, 1) Rosmarin, wegen seines dem Weihrauch, λιβανωτός, ähnlichen Duftes, Theophr., Diosc. – 2) λιβανωτὶς καχρυφόρος oder καχρυόεσσα, eine ebenso duftende Doldenpflanze, Nic. Th. 850. – 3) = λιβανωτρίς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβᾰνωτίς: -ίδος, ἡ, φυτὸν ἀρωματικόν, τὸ «δενδρολίβανον», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 10· ἀλλὰ λιβανωτὶς καχρυφόρος ἢ καχρυόεσσα, ἕτερον φυτὸν ἔχον ἐξωτερικὴν ὁμοιότητα πρὸς τὸ μάραθον, Νικ. Θηρ. 850· ― ἀμφότερα δὲ καλοῦνται οὕτως ὡς ἐκ τῆς ὀσμῆς ἢ εὐωδίας αὐτῶν. Πρβλ. λιβανωτρίς.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
I. n. de plantes :
1 romarin;
2 libanotis, plante ombellifère;
II. v. λιβανωτρίς.
Étymologie: λιβανωτός.
Greek Monolingual
λιβανωτίς, -ίδος, η (Α) λιβανωτός
1. διάφορα είδη λιβάνου (α. «λιβανωτὶς κάρπιμος
το φυτό λεκακία η κρητική, Θεόφρ. β. «λιβανωτὶς [[[κάρπιμος]]] ἑτέρα» — το φυτό νάρθηξ η ναρθηκία, Διοσκ.
γ. «λιβανωτὶς ἄκαρπος» — το φυτό δενδρολίβανο το φαρμακευτικό, Διοσκ.
δ. «λιβανωτὶς καχρυφόρος», Νίκ.)
2. το φυτό κόνυζα η λεπτόφυλλος
3. το μαρούλι
4. η λιβανωτρίς.