προέλκω

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προέλκω Medium diacritics: προέλκω Low diacritics: προέλκω Capitals: ΠΡΟΕΛΚΩ
Transliteration A: proélkō Transliteration B: proelkō Transliteration C: proelko Beta Code: proe/lkw

English (LSJ)

   A draw, drag forth, Ael.VH4.15: metaph., lead on, entice, τὸ μειράκιον εἰς πότον J.AJ15.3.3:—Med., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα having drawn it over his head, Sch.S.Aj.245: metaph., lead on, τοὺς κυνηγέτας π. οἱ κύνες ib.7.

German (Pape)

[Seite 719] (s. ἕλκω), vorziehen, Ael. V. H. 4, 15.

Greek (Liddell-Scott)

προέλκω: μέλλ. -ελκύσω [ῠ], ἕλκω, σύρω πρὸς τὰ ἐμπρὸς, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4, 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 3, 3. ― Μέσ., προελκυσάμενον τὴν ἐσθῆτα, «τὴν κεφαλὴν κρυψάμενον» Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 245.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
ναυτ. μεθορμίζω ή προσορμίζω πλοίο τραβώντας σχοινιά δεμένα στην ξηρά ή σε άλλα αγκυροβολημένα πλοία
μσν.-αρχ.
τραβώ, σύρω προς τα εμπρός ή προς τα έξω
αρχ.
παρασύρω, παρακινώ με τεχνάσματα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-έλκω en προ-ελκύω naar buiten slepen.