δυσπροσπέλαστος

From LSJ
Revision as of 16:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπροσπέλαστος Medium diacritics: δυσπροσπέλαστος Low diacritics: δυσπροσπέλαστος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dysprospélastos Transliteration B: dysprospelastos Transliteration C: dysprospelastos Beta Code: dusprospe/lastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to get at, Plu.Pomp.28; gloss on δασπλῆτις, Sch.Od.15.234.

German (Pape)

[Seite 688] Erkl. der Scholl. zu δασπλῆτις Od. 15, 234 u. zu δυσπρόσοιστος Soph. O. C. 1277; – πόλεις, denen man sich mit Mühe nähert, Plut. Pomp. 28.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσκολοπλησίαστος, Πλούτ. Πομπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficilement accessible.
Étymologie: δυσ-, προσπελάζω.

Spanish (DGE)

-ον
de difícil acceso, de ahí difícil de tomar por asalto πόλεις Plu.Pomp.28, cf. Apollon.Lex.δ 910, glos. a δυσπρόσοιστος Sch.S.OC 1277M.

Greek Monolingual

δυσπροσπέλαστος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», Πλούτ.).

Greek Monotonic

δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπροσπέλαστος: Plut. = δυσπρόσβατος.

Middle Liddell

δυσ-προσπέλαστος, ον
hard to get at, Plut.