κάρταλλος

From LSJ
Revision as of 16:48, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρταλλος Medium diacritics: κάρταλλος Low diacritics: κάρταλλος Capitals: ΚΑΡΤΑΛΛΟΣ
Transliteration A: kártallos Transliteration B: kartallos Transliteration C: kartallos Beta Code: ka/rtallos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket with pointed bottom, LXX4 Ki.10.7, al., Sammelb. 6801.4 (iii B. C.), Ph.1.694, Hsch.; also, of a feast, Ph.2.298 (κάρταλος cod.):—Dim. καρτάλλιον, τό, Sammelb.6801.26 (iii B. C.), Gloss.; cf. κερτύλλιον.

Greek (Liddell-Scott)

κάρταλλος: ὁ, «κόφινος ὀξὺς τὰ κάτω» (Σουΐδ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄,7, κ. ἀλλ.), πρβλ. Φίλωνα 1. 694· παρ’ Ἡσυχ. κάρταλλον, ὅπερ ἑρμηνεύει: «πλεκτὸν ἀγγεῖον, ἐν τοῖς ὀψαρτυτικοῖς»: - ὑποκορ. καρταλάμιον, τό, (δι’ ἑνὸς λ) ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)
καλάθι με στενή συνήθως βάση
αρχ.
1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή
2. κλουβί για πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kert- «στρίβω, στρέφω μαζί, συστρέφω». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα καρταλάμιον «μικρό καλάθι» και καρτάλαμον].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: basket with pointed bottom (LXX, hell., Ph., H.)
Other forms: (rarely -αλος)
Derivatives: Dimin. καρτάλλιον (hell.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Technical or popular word in -αλλος (cf. Chantraine Formation 245ff.), which one wants to connect with a root *k(e)rt- turn (Pok. 584) "aber im einzelnen dunkel" (Frisk), also supposed in κύρτος. The variant with single -l- rather points to a Pre-Greek word; this fits well the meaning. DELG and Fur 352 suggest καρταλάμιον and κερτύλλιον.

Frisk Etymology German

κάρταλλος: {kártallos}
Forms: (selten -αλος)
Grammar: m.
Meaning: unten spitz zulaufender Korb (LXX, hell. Pap., Ph., H.);
Derivative: Demin. καρτάλλιον (hell. Pap.).
Etymology : Technisches oder volkstümliches Wort auf -αλλος (vgl. Chantraine Formation 245ff.), letzten Endes auf ein Verb drehen, flechten zurückgehend, aber im einzelnen dunkel. Weiteres s. κύρτος.
Page 1,794