κόμιστρον

From LSJ
Revision as of 17:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμιστρον Medium diacritics: κόμιστρον Low diacritics: κόμιστρον Capitals: ΚΟΜΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: kómistron Transliteration B: komistron Transliteration C: komistron Beta Code: ko/mistron

English (LSJ)

τό (usu. in pl., sg. in SIG (v. infr.), Poll.7.133),

   A reward for saving, ψυχῆς κ. A.Ag.965.    2 reward for returning lost property, SIG1184.4 (Cnidus).    3 payment for maintenance (?), Leg.Gort.3.37.    II reward for bringing, E.HF1387.

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Lohn, Dank für Errettung; ψυχῆς Aesch. Ag. 939; κυνὸς κόμιστρ' ἐς Ἄργος συγκατάστησον μολών Eur. Herc. Fur. 1387; – Trägerlohn, Poll. 9, 159.

Greek (Liddell-Scott)

κόμιστρον: τό, (κομίζω) ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., ὡς τὸ σῶστρα, διὰ διάσωσιν ζωῆς, ψυχῆς κόμιστρα Αἰσχύλ. Ἀγ. 965. ΙΙ. πληρωμὴ ἢ ἀμοιβὴ μεταφορᾶς, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1387.

Greek Monotonic

κόμιστρον: τό (κομίζω), στον πληθ. όπως το σῶστρα,
I. πληρωμή ή αμοιβή για διάσωση ζωής, σε Αισχύλ.
II. αμοιβή μεταφοράς, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κόμιστρον: τό (только pl.)
1) награда за доставку (κυνός = Κερβέρου Eur.);
2) награда за спасение (ψυχῆς Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμιστρον -ου, τό [κομίζω] loon voor het terugbrengen:. ψυχῆς κόμιστρα τῆσδε als compensatie voor het terugbrengen van deze man Aeschl. Ag. 965.

Middle Liddell

κόμιστρον, ου, τό, κομίζω
I. in pl., like σῶστρα, reward for saving, Aesch.
II. reward for bringing, Eur.