αὐτόχροος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
ον, contr. αὐτό-χρους, ουν,
A with its own, natural colour, Plu.2.270f. 2 of one and the same colour, ib.330a.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχροος: -ον, συνηρ. -χρους, ουν, ἔχων τὸ ἴδιον ἑαυτοῦ χρῶμα, δηλ. τὸ φυσικὸν αὐτοῦ χρῶμα, Πλούτ. 2. 270Ε. 2) τοῦ αὐτοῦ χρώματος, αὐτόθι 330Α.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 qui a sa couleur propre, sa couleur naturelle;
2 d’une seule et même couleur.
Étymologie: αὐτός, χρόα.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχροος: стяж. αὐτόχρους
1) самоцветный, натуральный (τὸ μέλαν Plut.);
2) одноцветный (χλαμύς Plut.).