σφαραγίζω

From LSJ
Revision as of 19:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγίζω Medium diacritics: σφαραγίζω Low diacritics: σφαραγίζω Capitals: ΣΦΑΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: spharagízō Transliteration B: spharagizō Transliteration C: sfaragizo Beta Code: sfaragi/zw

English (LSJ)

   A stir up with noise and bustle, σὺν δ' ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγίζω: δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.

French (Bailly abrégé)

soulever avec bruit.
Étymologie: σφάραγος.

Greek Monolingual

Α
ηχώ με πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σφαραγοῦμαι με κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

σφᾰρᾰγίζω: μόνο σε Επικ. παρατ. σφαράγιζον, συνταράζω παράγοντας κρότο, δονώ θορυβωδώς, σε Ησίοδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.

Middle Liddell

σφᾰρᾰγίζω, [from σφάραγος only in epic imperf. σφαράγιζον]
to stir up with noise and bustle, Hes.