Μαραθών

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μᾰρᾰθών Medium diacritics: Μαραθών Low diacritics: Μαραθών Capitals: ΜΑΡΑΘΩΝ
Transliteration A: Marathṓn Transliteration B: Marathōn Transliteration C: Marathon Beta Code: *maraqw/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, also ἡ, Pi.O.13.110: (μάραθον):—Marathon, so called from its being

   A overgrown with fennel (Str.3.4.9), Od.7.80, Hdt. 1.62, etc.: Μαραθῶνι at M., Ar.Eq.781, etc.; Μαραθῶνάδε to M., And.1.107; Μαραθωνόθεν from M., Aristid.2.218J.:—Adj. Μᾰρᾰθώνιος, α, ον; Μ., τά, festival in celebration of the victory of Marathon, D.H.5.17.

Greek (Liddell-Scott)

Μᾰρᾰθών: -ῶνος, ὁ, (μάραθον), δῆμος κατὰ τὴν Ἀνατολικὴν παραλίαν τῆς Ἀττικῆς, πιθανῶς κληθεὶς οὕτως ὡς κατάφυτος, ἐκ μαράθου (Στράβ. 160), πρῶτον μνημονεύεται ἐν Ὀδ. Η. 80, ἀκολούθως ἐν Ἡροδ. 1. 62., 6. 111, κτλ.· ἡ ἐν Μ. μάχη Ἡρόδ.· ὡσαύτως τὰ Μαραθώνια, Διον Ἁλ. 5. 17· - Μαραθῶνι = ἐν Μαραθῶνι Ἀριστοφ. Ἱππ. 781, κτλ.· Μαραθῶνάδε = εἰς Μαραθῶνα, Ἀνδοκ. 14. 32.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Marathon (auj. Marathonas) village et dème attique de la tribu Æantide, sur la côte SE de l’Attique.
Étymologie: cf. μάραθον.

English (Autenrieth)

(μάραθον, ‘fennel’): a village in Attica, Od. 7.80†.

English (Slater)

Μᾰρᾰθών in Attica, where games were held in honour of Herakles.
   1 οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα (O. 9.89) λιπαρὰ Μαραθών (O. 13.110) μυχῷ τ' ἐν Μαραθῶνος (P. 8.79)

Greek Monotonic

Μᾰρᾰθών: -ῶνος, ὁ, Μαραθώνας, αρχαίος δήμος ανατολικά της Αττικής, που πιθανώς ονομάστηκε έτσι επειδή στην περιοχή ευδοκιμούσε το φυτό μάραθο, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Μᾰρᾰθών: ῶνος ὁ, Pind. ἡ Марафон (селение на вост. побережье Аттики; место сражения в 490 г. до н. э. между персидскими и афинскими войсками) Hom., Aesch. etc.

Middle Liddell

Μᾰρᾰθών, ῶνος, ὁ,
Marathon, a deme on the East of Attica, prob. so called from its being overgrown with fennel, Od., Hdt., etc.