ἰσόγαιος
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (LSJ)
ον,
A of equal height in relation to the land, θάλασσαι Luc. Ner.5: Att. ἰσογέως, even with the ground, τέμνειν ἰσόγεων Thphr.CP 3.7.3:—written ἰσογείως, IG22.1665 (iv B.C.).
German (Pape)
[Seite 1264] dem Lande gleich, θάλασσα Luc. Ner. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόγαιος: -ον, ἴσος μὲ τὴν γῆν, Λουκ. Νέρ. 5· Ἀττ. ἰσόγεως, τέμνειν ἰσόγεων, ἴσα μὲ τὴν γῆν, ἕως εἰς τὴν γῆν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est au niveau de la terre.
Étymologie: ἴσος, γαῖα.
Greek Monolingual
ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῑα), πρβλ. μεσό-γαιος, φιλό-γαιος].
Greek Monotonic
ἰσόγαιος: -ον (γαῖα), ίσος με τη γη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόγαιος: находящийся вровень с землей (θάλασσα Luc.).