ὀρτυγομήτρα

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγομήτρα Medium diacritics: ὀρτυγομήτρα Low diacritics: ορτυγομήτρα Capitals: ΟΡΤΥΓΟΜΗΤΡΑ
Transliteration A: ortygomḗtra Transliteration B: ortygomētra Transliteration C: ortygomitra Beta Code: o)rtugomh/tra

English (LSJ)

ἡ,

   A a bird which migrates with quails, perh. corncrake, landrail, Rallus crex, Cratin.246, Arist.HA597b16, Alex.Mynd. ap. Ath. 9.393a, LXX Ex.16.13, Nu.11.31 ; ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγία I), Ar.Av.870.

German (Pape)

[Seite 387] ἡ, Wachtelmutter, ein mit den Wachteln fortziehender Vogel, vielleicht unser Wachtelkönig; Ar. Av. 870; Arist. H. A. 8, 12; vgl. Ath. IX, 392 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πτηνόν τι συναποδημοῦν μετὰ τῶν ὀρτύγων, ἴσως = κρέξ, Rallus crex, Κρατῖν. ἐν «Χείρωσι» 15 (Ἀθήν. 392F), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11 καὶ 12, Ἀθήν. 392F, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 3, Ἀριθμ. ΙΑ΄, 31)· - κωμιῶς λέγεται ἐπὶ τῆς Λητοῦς, (πρβλ. Ὀρτυγία), Ἀριστοφ. Ἀχ. 870.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
râle, oiseau.
Étymologie: ὄρτυξ, μήτρα.

Greek Monolingual

η (Α ὀρτυγομήτρα)
είδος πτηνού το οποίο αποδημεί μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το πτηνό κρεξ, κν. ορτυγομάνα
αρχ.
κωμικός χαρακτηρισμός της Λητούς στον Αριστοφάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρτυξ, -υγος + μήτρα.

Greek Monotonic

ὀρτῠγομήτρα: ἡ, πουλί που μεταναστεύει μαζί με τα ορτύκια, πιθ. το συγγενές προς τα ορτύκια Rallus crex, που κωμικά λέγεται για τη Λητώ, η μητέρα από την Ορτυγία (πρβλ. Ὀρτυγία), σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρτῠγομήτρα: ἡ «перепелиная матка»
1) предполож. коростель - Rallus crex Arst.;
2) эпитет богини Лето Arph.

Middle Liddell

ὀρτῠγο-μήτρα, ἡ,
a bird which migrates with the quails, perh. the land-rail, ludicrously applied to Latona, the Ortygian mother (cf. Ὀρτυγίἀ, Ar.