κελάδημα
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
ατος, τό,
A rushing sound, Ζεφύρου E.Ph.213 (lyr.); ποταμῶν Ar.Nu.283 (anap.); later, of any loud sound, κ. σάλπιγγος AP6.350 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1413] τό, das Geräusch, das Brausen; des Windes, Eur. Phoen. 221; ποταμῶν Ar. Nubb. 283.
Greek (Liddell-Scott)
κελάδημα: τό, ἦχος ὁρμητικός, Ζεφύρου, Εὐρ. Φοίν. 213· ποταμῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 283.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit retentissant.
Étymologie: κελαδέω.
Greek Monolingual
και κελάηδημα και κελάιδισμα και κελάδισμα και κελάηδισμα και κελαηδητό, το (Α κελάδημα) κελαδώ
νεοελλ.
το τραγούδι τών πουλιών
αρχ.
ήχος, θόρυβος ορμητικός («ποταμῶν ζαθέων κελαδήματα», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κελάδημα: -ατος, τό, ορμητικός ήχος, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κελάδημα: ατος (ᾰδ) τό шум, вой, гудение (ποταμῶν Arph.; Ζεφύρου Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελάδημα -ατος, τό [κελαδέω] lawaai, geruis.