παιδουργία

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδουργία Medium diacritics: παιδουργία Low diacritics: παιδουργία Capitals: ΠΑΙΔΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: paidourgía Transliteration B: paidourgia Transliteration C: paidourgia Beta Code: paidourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = παιδοποιία, Pl.Lg.775c.    II = γυνὴ παιδοποιός (abstract for concrete), a mother, S.OT1248.

German (Pape)

[Seite 442] ἡ, Kinderzeugung; Soph. O. R. 1248 Plat. Legg. VI, 775 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδουργία: παιδοποιία, Πλάτ. Νόμ. 775C. ΙΙ. ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1248,= γυνὴ παιδοποιὸς (τὸ ἀφῃρημένον ἀντὶ συγκεκριμένου), μήτηρ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. παιδοποιΐα.
Étymologie: παῖς, ἔργον.

Greek Monolingual

παιδουργία, ἡ (Α) παιδουργός
1. η γέννηση παιδιών, η τεκνοποιία
2. η μητέρα, η γυναίκα που γέννησε παιδιά.

Greek Monotonic

παιδουργία: ἡ,
I. = παιδοποιία, σε Πλάτ.
II. σε Σοφ. γυνὴ παιδοποιός, μητέρα.

Russian (Dvoretsky)

παιδουργία: ἡ Soph., Plat. = παιδοποιΐα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδουργία -ας, ἡ [παιδουργός] het voortbrengen van kinderen; concr.. δύστεκνον παιδουργίαν een broedplaats van ongelukskinderen (van Iocaste) Soph. OT 1248.

Middle Liddell


I. = παιδοποιία, Plat.
II. in Soph. = γυνὴ παιδοποιός, a mother. [from παιδουργός