προσμανθάνω

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσμανθάνω Medium diacritics: προσμανθάνω Low diacritics: προσμανθάνω Capitals: ΠΡΟΣΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: prosmanthánō Transliteration B: prosmanthanō Transliteration C: prosmanthano Beta Code: prosmanqa/nw

English (LSJ)

   A learn besides, A.Pr.697, Trag.Adesp.516a, Ar.V. 1208, Th.20: c. inf., ib.24.

German (Pape)

[Seite 772] (s. μανθάνω), dazu lernen; ἔςτ' ἂν καὶ τὰ λοιπὰ προσμάθῃς, Aesch. Prom. 699; Ar. Thesm. 20. 24; in späterer Prosa; προσμαθητέον, Xen. Oec. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσμανθάνω: μανθάνω προσέτι, Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24, πρβλ. προσδιδάσκω.

French (Bailly abrégé)

f. προσμαθήσομαι, ao. προσέμαθον;
apprendre en outre.
Étymologie: πρός, μανθάνω.

Greek Monolingual

ΝΑ
μαθαίνω κάτι ακόμη
αρχ.
(με απρμφ.) μαθαίνω να...

Greek Monotonic

προσμανθάνω: μέλ. -μᾰθήσομαι, αόρ. βʹ -έμᾰθον· μαθαίνω επιπλέον, σε Αισχύλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσμανθάνω: (aor. 2 προσέμᾰθον) сверх того узнавать (τὰ λοιπά Aesch.; τι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-μανθάνω bovendien leren.

Middle Liddell

fut. -μᾰθήσομαι aor2 -έμᾰθον
to learn besides, Aesch., Ar.