κατασπιλάζω

From LSJ
Revision as of 10:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπῐλάζω Medium diacritics: κατασπιλάζω Low diacritics: κατασπιλάζω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΙΛΑΖΩ
Transliteration A: kataspilázō Transliteration B: kataspilazō Transliteration C: kataspilazo Beta Code: kataspila/zw

English (LSJ)

(σπιλάς B)

   A spot, stain, Hsch.    2 = κατακρύπτω, Anon. ap. EM495.42.    II (σπιλάς C) swoop down upon, as a sudden storm, Ph.Fr.28 H., Suid. s.v. κατεσπίλασεν.

German (Pape)

[Seite 1380] beflecken, Hesych. erkl. μολύνω. – Unvermuthet überfallen, Suid., K. S.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπῐλάζω: σπίλους καταχέω, κηλιδώνω, «λερώνω», τινός, Ἡσύχ. ΙΙ. ἐπέρχομαι ἀπροσδοκήτως, ἐπιφαίνομαι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σπιλάδων, δηλ. ὑφάλων πετρῶν, αἵτινες ὑπὸ ὕδατος καλυπτόμενοι τοῖς ἀπροόπτως προσπελάζουσι κίνδυνον ἐπιφέρουσιν, Μ. Ἐτυμ. σ. 495. 42, (σπιλὰς) Κύριλλ.

Greek Monolingual

κατασπιλάζω (AM)
1. κηλιδώνω, λερώνω
2. κατακρύπτω
3. εφορμώ βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάσπιλος. Η σημ. «κηλιδώνω, λερώνω» εξελίχθηκε σε «εφορμώ βίαια» (για τον άνεμο) πιθ. από το «μαύρισμα» του ουρανού κατά την ώρα της θύελλας].