κηρόπλαστος

From LSJ
Revision as of 10:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρόπλαστος Medium diacritics: κηρόπλαστος Low diacritics: κηρόπλαστος Capitals: ΚΗΡΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: kēróplastos Transliteration B: kēroplastos Transliteration C: kiroplastos Beta Code: khro/plastos

English (LSJ)

ον, πλάσσω)

   A moulded of wax, μελίσσης κ. ὄργανον S.Fr.398.5: metaph., of a girl, AP9.570 (Phld.).    2 = κηρόδετος, δόναξ A. Pr.574 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1433] aus Wachs gebildet; μελίσσης ὄργανον Soph. frg. 464, wie Schol. Eur. Phoen. 115, von den Honigwaben; – δόναξ, mit Wachs zusammengefügt, Aesch. Prom. 574. – Bei Philodem. 32 (IX, 570) übertr. von der Schönheit eines Mädchens.

Greek (Liddell-Scott)

κηρόπλαστος: -ον, (πλάσσω) ὁ ἐκ κηροῦ πεπλασμένος, κήρινος, μελίσσης κ. ὄργανον Σοφ. Ἀποσπ. 464· ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 570. 2) = κηρόδετος, δόναξ Αἰσχύλ. Πρ. 574· ὁ Meineke προτείνει κηρόπακτος (δηλ. -πηκτος) = κηροπαγής.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ajusté, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, πλαστός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κηρόπλαστος, -ον)
ο κατασκευασμένος, ο πλασμένος από κερί, κέρινος, κερένιος («μελίσσης κηρόπλαστον ὄργανον», Σοφ.)
αρχ.
1. (για κορίτσι) όμορφη σαν κερένια κούκλαξανθώ, κηρόπλαστε, μυρόχροε», Ανθ. Παλ.)
2. κηρόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + πλαστός (< πλαστός < πλάσσω), πρβλ. πηλό-πλαστος, σιδηρό-πλαστος].

Greek Monotonic

κηρόπλαστος: -ον, 1. πλασμένος με κερί, κέρινος, σε Ανθ.
2. = κηρόδετος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κηρόπλαστος:
1) вылепленный из воска (μελίσσης ὄργανον Soph.);
2) изящный, как восковая фигурка или нежный как воск (Ξανθώ Anth.);
3) скрепленный воском (δόναξ Aesch. - v. l. κηρόπακτος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρόπλαστος -ον [~ κηροπλαστης] met was gevoegd.

Middle Liddell

κηρό-πλαστος, ον
1. moulded of wax, waxen, Anth.
2. = κηρόδετος, Aesch.