παλμός

From LSJ
Revision as of 11:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παλμός Medium diacritics: παλμός Low diacritics: παλμός Capitals: ΠΑΛΜΟΣ
Transliteration A: palmós Transliteration B: palmos Transliteration C: palmos Beta Code: palmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A quivering motion, πυγῆς Alciphr.1.39; esp. pulsation, throbbing (on π. and σφυγμός cf. Gal.8.716), φλεβῶν Hp.Acut.37; ὑποχονδρίου Id.Epid.1.26. β; ὑπὸ κροτάφοισι Nic.Al.27, cf. Th.744: abs., palpitation of the heart, a disease, Arist.Resp.479b21; twitching, Gal.7.588.    2 of natural phenomena, vibration, rapid motion, D.S. 3.51, Nonn.D.2.193, al.; of meteors, Plu.Lys.12 codd.; impetus of a projectile, Ath.Mech.37.8.    3 in Epicur., internal vibration of bodies, Ep. I p.8 U., cf. Id. ap. Placit.1.12.5 (v.l. ἀποπαλμός).

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, das Schwingen, Erschüttern, schnelle Bewegen, Sp., wie Alciph. 1, 39; vom Blitz, Nonn. D. 1, 193 u. sonst. – Bes. med., sowohl vom Pulsschlage, als vom Zucken, Vibriren eines einzelnen Gliedes; auch eine eigene Krankheit, Arist. de respirat. 20; vgl. noch Nic. Ther. 744.

Greek (Liddell-Scott)

παλμός: ὁ, τρομώδης κίνησις, τὸ πάλλεσθαι, Ἀλκίφρων 1. 39· - ὁ κτύποςτιναγμός τῆς καρδίας ἢ τῶν ἀρτηριῶν, ἀρχαιοτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ σφυγμὸς (Γαλην. 8. σ. 87), φλεβῶν Ἱπποκρ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389· ὑποχονδρίου ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. Α΄, 970· ὑπὸ κροτάφοισι Νικ. Ἀλ. 27, πρβλ. Θ. 744· ἀπολ., παλμὸς τῆς καρδίας, νόσος τις, Ἀριστ. Ρητ. 20. 2. 2) ἐπὶ ἀνέμου ἢ ἀστραπῆς, Διόδ. 3. 51, Νόνν., κλ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ παλμός) πάλλω
1. παλινδρομική τρομώδης κίνηση μικρής διάρκειας και μικρού εύρους, τρέμουλο («παλμοί χορδής»)
2. ρυθμική συστολή και διαστολή της καρδιάς, που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του αίματος, χτύπος, σφυγμός
νεοελλ.
1. φυσ. η απότομη και για μικρό χρονικό διάστημα μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους το οποίο, σε κανονικές συνθήκες, παραμένει σταθερό
2. (αθλ.) α) το σύνολο τών κινήσεων που εκτελεί ένας αθλητής κατά τη ρίψη σφαίρας ή ακοντίου
β) το σύνολο τών κινήσεων που εκτελεί ένας άλτης
αρχ.
1. ασθένεια της καρδιάς
2. (σχετικά με φυσικά φαινόμενα) κραδασμός, γρήγορη κίνηση
3. (σχετικά με βολή) η ορμή
4. (στον Επίκουρο) η εσωτερική δόνηση τών σωμάτων.

Russian (Dvoretsky)

παλμός:
1) дрожание, колебание (Diod.; κίνησις παλμοὺς ἔχουσα Plut.);
2) мед. дрожательная судорога (ἡ νόσος ἡ καλουμένη π. Arst.);
3) быстрое движение, мелькание: παλάμης π. Anth. рукоплескания.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλμός -οῦ, ὁ [πάλλω] geneesk., het kloppen (van aderen).