ἔγχυτος

From LSJ
Revision as of 12:34, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχῠτος Medium diacritics: ἔγχυτος Low diacritics: έγχυτος Capitals: ΕΓΧΥΤΟΣ
Transliteration A: énchytos Transliteration B: enchytos Transliteration C: egchytos Beta Code: e)/gxutos

English (LSJ)

ον,

   A poured in, infused, Aret.CD2.3; ἔγχυτον, τό, injection, Hp.Mul.1.34, Apollon. ap. Gal.12.582.    II ἔγχυτος (sc. πλακοῦς), ὁ, cake cast into a shape, Hippon.37, Men.518.9, Euang.1.7:—also ἐγχῠτοῦς, ὁ, Gloss.    2 ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, infusion, Aret.CA 2.10.

German (Pape)

[Seite 714] eingegossen, einzugießen; Medic. τὰ ἔγχυτα, = ἐγχύματα; – ὁ ἔγχυτος, sc. πλακοῦς, ein in eine Form gegossener Kuchen, com. bei Ath. XIV, 644 d 647 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχῠτος: -ον, ὁ ἐντὸς χεόμενος, ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Ἱππ. 603. 25, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3. ΙΙ. ἔγχυτος (ἐνν. πλακοῦς), ὁ, πλακοῦς χυθεὶς εἰς σχῆμά τι, Λατ. enchytus, Ἱππῶν. ἐν Ἀποσπ. 21, Μέναδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 9, πρβλ. Ἀθήν. 644C, κἑξ. 2) ἔγχυτον, τό, = ἔγχυμα, Ἱππῶναξ 28, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 10.

Spanish (DGE)

(ἔγχῠτος) -ον
1 apto para ser instilado, inyectable medic. ἔγχυτον χηνὸς ἄλειφα ξὺν ἐλαίῳ Hp.Mul.1.34, φάρμακα Apollon. en Gal.12.647, κυκλαμίνου χυλὸς ἔ. ἐς τὴν ῥῖνα Aret.CD 1.3.3, ὑγρὸν δὲ γίγνεται κάρτα ὡς ἔγχυτον Aret.CD 1.2.6
subst. τὸ ἔ. inyectable o irrigación ἀτὰρ ἢν δὲ ἔγχυτον ἐκ τῶνδε ξυστῇ, ἐγχεῖν τῇ ὑστέρῃ Aret.CA 2.10.4, πρὸς ὀδονταλγίαν ἔγχυτα ἐς τὴν ῥῖνα Apollon. en Gal.12.582, cf. 615, 865.
2 subst. ὁ ἔ. cierto pastel relleno o con un baño para las fiestas Targelias, Hippon.108.49, ὁ μάγειρος γὰρ ἐγχύτους ποιεῖ Men.Fr.409.9, θρῖα, τυρόν, ἐγχύτους Euang.1.7, hecho con queso, Chrysipp.Tyan. en Ath.647d, cf. ἔγχουτος, ἔγχυμα.

Greek Monolingual

ἔγχυτος, -ον (Α)
1. ο χυμένος μέσα σε κάτι
2. το αρσ. ως ουσ.ἔγχυτος
γλύκισμα που χύθηκε σε ένα σχήμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγχυτον
α) έγχυση
β) έγχυμα.

Russian (Dvoretsky)

ἔγχῠτος: ὁ (sc. πλακοῦς) формовой пирожок Men.