συνημερευτής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A daily companion, Id.Pol.1314a10.
Greek (Liddell-Scott)
συνημερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς σύντροφος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
compagnon avec qui l’on passe ses journées.
Étymologie: συνημερεύω.
Greek Monolingual
ὁ, Α συνημερεύω
καθημερινός σύντροφος.
Greek Monotonic
συνημερευτής: -οῦ, ὁ, καθημερινός σύντροφος κάποιου, αυτός με τη συντροφιά του οποίου περνάει κάποιος την ημέρα του, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.
Russian (Dvoretsky)
συνημερευτής: οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.
Middle Liddell
συνημερευτής, οῦ, ὁ,
a daily companion, Arist. [from συνημερεύω