προαφίσταμαι
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
English (LSJ)
Pass., with pf. and aor. 2 Act.,
A secede, revolt before, Th.3.12, etc. 2 leave off or desist before, Pl.Smp.175d, etc.; μὴ π., πρὶν ἂν… Id.Phd. 85c; ἅπαντα… ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς Alex.30.2. II depart from before, τῶν ὅπλων -αποστῆναι, of soldiers laying down arms, D.C.49.41.
Greek (Liddell-Scott)
προαφίσταμαι: Παθ., μετὰ πρκμ. καὶ ἀορ. β΄ ἐνεργ.· ― ἀφίσταμαι πρότερον, τῶν ὅπλων πρ., ἐπὶ στρατιωτῶν κατατιθεμένων τὰ ὅπλα, Δίων Κ. 49. 41· ― ἐπανίσταμαι πρότερον, Θουκ. 3. 12, κτλ. ΙΙ. ἀπολείπω ἢ ἀπέχομαι πρότερον, Πλάτ. Συμπ. 175D, κτλ.· μὴ πρ., μὴ ἄν.., ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 85C· πάντα... ἐξευρίσκεται ἂν μὴ προαποστῇς Ἄλεξις ἐν «Ἀχαιίδι» 1. 2.
Greek Monolingual
Α
1. αφήνω κατά μέρος εκ τών προτέρων
2. εξεγείρομαι πρωτύτερα
3. απέχω εκ τών προτέρων («ἅπαντα ἐξευρίσκεται, ἂν μὴ προαποστῇς», Αλεξ.)
4. εγκαταλείπω πρωτύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀφίσταμαι «απέχω, παραιτούμαι, υποχωρώ, επαναστατώ»].
Greek Monotonic
προαφίσταμαι: Παθ., με Ενεργ. παρακ. και αόρ. βʹ
I. επαναστατώ ή εξεγείρομαι εκ των προτέρων, σε Θουκ.
II. αποχωρώ ή απέχω εκ των προτέρων, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αφίσταμαι, intrans., eerder in opstand komen, eerder afvallig worden (dan): met gen..; ἀδικεῖν προαποστάντες... τῶν ἐς ἡμᾶς δεινῶν onrecht doen door afvallig te worden voordat ons kwaad was gedaan Thuc. 3.12.2; eerder opgeven; met πρίν:; οὐ προαφίστασθαι πρίν niet eerder opgeven dan dat … Plat. Phaed. 85c; abs.. οὐ γὰρ ἂν προαπέστης want eerder zou je het niet opgegeven hebben Plat. Smp. 175d.
Russian (Dvoretsky)
προᾰφίσταμαι: (fut. προαποστήσομαι, aor. 2 προαπέστην, pf. προαφέστηκα) досл. оставаться позади, отставать, перен. отрекаться, отказываться: μὴ π., πρὶν ἂν πανταχῆ σκοπῶν ἀπείπῃ τις Plat. не прекращать усилий, пока не исследуешь всех обстоятельств; προαποστῆναι τοῦ ἄρχοντος Plut. сложить с себя обязанности (квестора) до (ухода с поста) проконсула.
Middle Liddell
I. Pass., with perf. and aor2 act.:— to fall off or revolt before, Thuc.
II. to leave off or desist before, Plat.