τεχνούργημα

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνούργημα Medium diacritics: τεχνούργημα Low diacritics: τεχνούργημα Capitals: ΤΕΧΝΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: technoúrgēma Transliteration B: technourgēma Transliteration C: technoyrgima Beta Code: texnou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a work of art, Corp.Herm.3.4.

German (Pape)

[Seite 1104] τό, künstliche Arbeit, Kunstwerk, Eumath. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνούργημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐμάθ. ἢ Εὐστάθ. Καθ’ Ὑσμίνην κ. Ὑσμινίαν 54.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τεχνουργῶ
έργο τέχνης, καλλιτέχνημα
νεοελλ.
1. (αρχαιολ.-κοινων.-ανθρωπολ.-τεχνολ.) κάθε αντικείμενο που έχει δημιουργηθεί από ανθρώπινη εργασία ή τροποποίηση, σε αντιδιαστολή προς τα αντικείμενα που δημιουργήθηκαν από τη φύση, αλλ. τέχνημα
2. (βιολ.-μικρβλ.) σχηματισμός μη φυσικών δομών σε χημικώς και φυσικώς προετοιμασμένα παρασκευάσματα ζωικών και φυτικών ιστών που οφείλονται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι λ.χ. οι ανθρώπινες ενέργειες κατά την προετοιμασία τών δειγμάτων.