ἀντωνομασία

From LSJ
Revision as of 14:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντωνομασία Medium diacritics: ἀντωνομασία Low diacritics: αντωνομασία Capitals: ΑΝΤΩΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: antōnomasía Transliteration B: antōnomasia Transliteration C: antonomasia Beta Code: a)ntonomasi/a

English (LSJ)

ἡ, antonomasia,

   A use of an epithet, patronymic, or appellative for a proper name, and vice versa, Trypho Trop.2.17, Ps.-Plu.Vita Hom.24; ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.Herc.1014.19,20.    2 nomination of his successor by retiring official, POxy.1642.15 (iii A.D.).    II Gramm., = ἀντωνυμία, pronoun, or the use of it, D.H.Comp.2, A.D. Pron.4.18.    III Arith., contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.

German (Pape)

[Seite 264] ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντονομασία: ἡ, ἡ χρῆσις ἐπιθέτου, πατρωνυμικοῦ ἢ προσηγορικοῦ ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος καὶ τἀνάπαλιν, ἀντονομασία ἐστὶ λόγος δι’ ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ κύριον δηλῶν Ρήτορες (Walz)περὶ τρόπων τ. 8, σ. 723, βίος Ὁμ. 24. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ἡ ἀντωνυμία, ἢ ἡ χρῆσις αὐτῆς, Λατ. pronominatio, Bast. Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 399.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀντωνομασία Plu.Vit.Hom.24, A.D.Pron.4.18, Cyr.Al.M.76.1421A, Leont.H.Nest.M.86.1637D
I nombramiento de un sucesor por retiro oficial, POxy.1642.15 (III d.C.).
II gram.
1 antonomasia uso de un epíteto o patronímico en lugar del nombre propio y al revés, Trypho Trop.p.204, Plu.l.c., ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.92, de Cristo εἰς προσώπου ἀντένδειξιν ... καὶ ἀντωνομασίαν Leont.H.l.c.
2 pronombre D.H.Comp.7.7, A.D.Fron.4.18.
3 cambio de nombre de Ἄβραμ en Ἀβραάμ Cyr.Al.l.c.
III mat. denominación contraria Nicom.Ar.1.23.3.

Greek Monolingual

η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.

Russian (Dvoretsky)

ἀντονομᾰσία:
1) рит. антономасия (замена имени эпитетом и т. п.; напр., Πηλείδης вместо Ἀχιλλεύς);
2) грам. местоимение.