ἁλίπλοος

From LSJ
Revision as of 14:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίπλοος Medium diacritics: ἁλίπλοος Low diacritics: αλίπλοος Capitals: ΑΛΙΠΛΟΟΣ
Transliteration A: halíploos Transliteration B: haliploos Transliteration C: aliploos Beta Code: a(li/ploos

English (LSJ)

ον, contr. ἁλί-πλους, ουν,

   A covered with water, τείχεα Il.12.26.    II later Act., sailing on the sea, ναῦς Arion l.17, cf. Apollod.Hist.209: as Subst., seaman, fisher, A.R.3.1329, Call.Del.15.    2 in form ἁλίπλωος, ἰχθύες Babr.61.4.

German (Pape)

[Seite 97] im Meere schwimmend, Hom. einmal, τείχεα Il. 12, 26; – ναῦς Arion 1, 20; Schiffer Ap. Rh. 3, 1328; Callim. Del. 15 Fischer; Ep. ad. 581 (Plan. 311) Fische; ῥηγμίν Agath. prooem. 91 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ὑπὸ ὑδάτων κεκαλυμμένος, τείχεα, Ἰλ. Μ. 26. II. μεταγ. ἐνεργ., = ὁ ἐπὶ τῆς θαλάσσης πλέων, ναῦς, Ἀρίων 17 (Bgk σ. 873)· ὡς οὐσιαστ., ναύτης ἁλιεύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1329, Καλλ. εἰς Δηλ. 15.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
att. ἁλίπλους, -ους, -ουν;
qui nage en mer, càd couvert par les flots.
Étymologie: ἅλς¹, πλέω.

English (Autenrieth)

(πλέω): sailing in the sea, ‘submerged,’ acc. pl., Il. 12.26†.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): contr. ἁλίπλους, -πλουν; ἁλίπλωος Babr.61.4

• Prosodia: [ᾰ-]
1 flotante sobre el mar ὗε δ' ἄρα Ζεὺς συνεχές, ὄφρα κε θᾶσσον ἁλίπλοα τείχεα θείη llovió Zeus sin cesar, para que cuanto antes se llevara el mar el muro flotando, Il.12.26
que navega por el mar ναῦς Lyr.Adesp.21.18, ἰχθῦς Babr.61.4.
2 subst. marinero, mareante, navegante ἰχθυβολῆες ἁ. Call.Del.15, ἁλίπλοοι οὔνομ' ἔθεντο Call.Del.52, cf. A.R.3.1329.

Greek Monotonic

ἁλίπλοος: -ον, συνηρ. -πλους, -ουν (ἅλς, πλέω),
I. σκεπασμένος με νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που πλέει στη θάλασσα, νοῦς, σε Αρίων.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίπλοος: стяж. ἁλίπλους 2 погруженный в море, покрытый морем (τείχεα Hom.; ῥηγμίν Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, πλέω
I. covered with water, Il.
II. sailing on the sea, ναῦς Arion.