ἐντύπωμα
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is graved, χηλῆς ἐ., of a pier, Agatharch.92.
German (Pape)
[Seite 859] τό, das Eingeprägte, Gepräge, Philostr. v. Apoll. 2, 11 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντύπωμα: τό, σκάλισμα, ἐγχάραγμα, τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων Κλήμ. Ἀλ. 33, πρβλ. ἐκτ-. ΙΙ. σχῆμα καμπύλον ἢ κοῖλον, ἐπὶ κυματοθραύστου (μόλου), οὐ χηλῆς ἐντύπωμα Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 457. 30.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 impronta, imagen ὁ τῶν ἐν ταῖς σφραγῖσιν ἐντυπωμάτων τορευτικός Clem.Al.Strom.1.4.26.
2 traza, estructura οὐ γὰρ ἔστιν οὐ λιμὴν εὔορμος ... οὐ κόλπος ἐπὶ σκέπης ... οὐ χηλῆς ἐντύπωμα no hay ni puerto cómodo para fondear ... ni golfo para protegerse ... ni traza de rompeolas Agatharch.92.
Greek Monolingual
το (Α ἐντύπωμα)
το αποτέλεσμα του εντυπώνω (εντυπώ), το αποτύπωμα, το ίχνος
νεοελλ.
ανατ. κοιλότητα πάνω στην επιφάνεια ενός οργάνου μέσα στην οποία εισχωρεί τμήμα άλλου οργάνου
αρχ.
το σχήμα που χαράχθηκε ή αποτυπώθηκε με πίεση, εγχάραγμα, σκάλισμα.