ὀξυφωνία

From LSJ
Revision as of 14:33, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνία Medium diacritics: ὀξυφωνία Low diacritics: οξυφωνία Capitals: ΟΞΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: oxyphōnía Transliteration B: oxyphōnia Transliteration C: oksyfonia Beta Code: o)cufwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A high pitch of voice, Hp.Coac.252, Arist.EN1125a15 ; opp. βαρύτης, Id.GA788a3.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, scharfe, helle, hohe Stimme; Hippocr.; Arist. eth. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠφωνία: ἡ, ὀξύτης φωνῆς, Ἱππ. 159D, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 34· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βαρύτης, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 20.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
voix aiguë.
Étymologie: ὀξύφωνος.

Greek Monolingual

η (Α ὀξυφωνία) οξύφωνος
ο διαπεραστικός τόνος της φωνής, η οξύτητα της φωνής.

Greek Monotonic

ὀξῠφωνία: ἡ, διαπεραστικότητα φωνής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠφωνία: ἡ высокий или пронзительный голос, тж. звонкость Arst.

Middle Liddell

ὀξῠφωνία, ἡ,
sharpness of voice, Arist. [from ὀξύφωνος