σχιζόπους

From LSJ
Revision as of 14:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιζόπους Medium diacritics: σχιζόπους Low diacritics: σχιζόπους Capitals: ΣΧΙΖΟΠΟΥΣ
Transliteration A: schizópous Transliteration B: schizopous Transliteration C: schizopous Beta Code: sxizo/pous

English (LSJ)

-πουν, gen. ποδος,

   A with parted toes, opp. στεγανόπους (web-footed), Id.HA593a28, PA643b32.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, ἡ, mit gespaltenen Füßen, Zehen, Hufen; τὸ σχιζόπουν, Arist. part. an. 1, 2, im Ggstz von στεγανόπους, H. A. 9, 12, wie Ael. H. A. 5, 50.

Greek (Liddell-Scott)

σχιζόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν διακεχωρισμένους, ἀντίθετον τῷ στεγανόπους (ὁ ἔχων αὐτοὺς ἡνωμένους διὰ μεμβράνης), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 10. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20 ― σχιζοποδία, ἡ, ἡ φύσις τοῦ σχιζόποδος, αὐτόθι 1. 3, 18, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για ζώα) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του χωρισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πούς, ποδός «πόδι»].

Russian (Dvoretsky)

σχιζόπους: 2, gen. ποδος с расщепленными на пальцы ступнями, пальчатый (sc. ζῷον Arst.).