φωλεία

From LSJ
Revision as of 14:53, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωλεία Medium diacritics: φωλεία Low diacritics: φωλεία Capitals: ΦΩΛΕΙΑ
Transliteration A: phōleía Transliteration B: phōleia Transliteration C: foleia Beta Code: fwlei/a

English (LSJ)

or φωλ-ία, ἡ,

   A life in a hole or cave, of the hibernation of bears, Arist.HA600b18, Thphr.Od.63 (pl.), Ael.NA6.3; τὸ πάθος ὃ καλοῦσι φ. Plu.2.971d.    2 of fishes, Thphr.Fr.171.7 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1321] ἡ, Aufenthalt oder Leben in einer Höhle, bes. der Winterschlaf der Bären u. Dachse in Höhlen, Arist. H. A. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

φωλεία: ἡ, φωλεύειν ἐν καταστάσει νάρκης, ἡ χειμερινὴ νάρκη τῶν ἄρκτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 14, Αἰλιαν. περὶ Ζῴων 6. 3 (ἐν Θεοφρ. Ἀποσπ. 4, 63, φωλίαις)· ― ἡ πάχυνσις αὐτῶν κατὰ τὸν χρόνον τοῦτον λογίζεται ὡς νόσος, Αἰλ. π. Ζῴων 6. 3, Πλούτ. 2. 971D (ἔνθα κοινῶς φέρεται φωλίαν). 2) ἐπὶ ἰχθύων, Θεοφρ. Ἀποσπ. 171. 7. 3) ἐπὶ κοχλιῶν, αὐτόθι 176.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 habitation dans une caverne, dans une tanière;
2 sorte de maladie des ours.
Étymologie: φωλεύω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πιθ. άλλος τ. φωλία Α φωλεύω
(για ζώα) διαμονή μέσα στη φωλιά σε κατάσταση νάρκης, η χειμέρια νάρκη.

Russian (Dvoretsky)

φωλεία: ἡ пребывание в пещере, жизнь в берлоге Arst.