ἐκμελετάω
μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine
English (LSJ)
A train or teach carefully, τινά Pl.Hp.Ma.287a. 2 learn perfectly, con over, practise, Antipho 3.2.7, Pl.Hp.Ma.286d; τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐ. βλασφημίαν Men.715.
German (Pape)
[Seite 769] sehr sorgfältig üben; τινά, gründlich unterrichten, Plat. Hipp. mai. 287 a; eine Kunst oder Wissenschaft gründlich lernen; neben μανθάνω 286 d, vgl. Antiph. III β 7; Sp., wie Plut. Galb. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμελετάω: μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ διδάσκω τινὰ ἐπιμελῶς, μετὰ αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς μανθάνω, ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner tout son soin à, appliquer son esprit à, s’exercer à, inf..
Étymologie: ἐκ, μελετάω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de pers. educar, preparar completamente, enseñar ἵνα ὅτι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς para que me prepares completamente en la dialéctica, Pl.Hp.Ma.287a.
2 practicar, ejercitarse, prepararse ἀκούσας καὶ μαθὼν καὶ ἐκμελετήσας en la dialéctica, Pl.Hp.Ma.286d cf. Clit.407b, Antipho 3.2.7 (var.), Aristid.Or.29.13
•c. rég. ejercitarse en, entrenarse para c. inf. ἵνα ... ἐκμελετήσωσιν οὐδὲν ... φοβεῖσθαι D.C.43.4.1, cf. Plu.Galb.14, c. ac. de abstr. τὴν κλεπτικήν Luc.DDeor.11.2, λόγους Luc.Par.1, Them.Or.10.133b, πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς οἰκεῖα LXX 2Ma.15.12, τὰ πρὸς σπουδήν Ath.10a, τὴν ῥᾳστώνην ... ταύτην Philostr.Gym.46, σωφροσύνην D.Chr.13.32, cf. Carm.Aur.45, τὰ ... ὀνήσιμα Eutecnius Th.Par.3.23, ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόν ejercitándose con saludos en repetir el nombre del glorioso César de un loro AP 9.562 (Crin.).
Greek Monotonic
ἐκμελετάω: μέλ. -ήσω,
1. εκπαιδεύω με επιμέλεια, τινα, σε Πλάτ.
2. μαθαίνω τέλεια, επαναλαμβάνω, μελετώ, εξασκούμαι σε κάτι, τι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμελετάω:
1) тщательно обучать (τινα Plat.);
2) основательно изучать, усваивать (τι Plat., Men., Plut.);
3) почтительно приветствовать (ἀσπάσμασί τινα Anth.).
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to train carefully, τινα Plat.
2. to learn perfectly, con over, practise, τι Plat.