ὀζώδης
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
(A), ες, (ὄζος)
A having branches, opp. ἄοζος, Thphr.HP1.5.4, al. ; of a form of coral, Dsc.5.122. II having knots in it, of timber, Thphr.HP3.10.4 (Comp.), cf. Plin.HN16.65.
ὀζώδης (B), ες, (ὄζω)
A = ὀδμώδης, EM775.8, Sch.Nic.Al.437, Tz.H. 8.991.
German (Pape)
[Seite 296] ες (ὄζος), ästig, zweigig, knotig, Theophr. u. Sp. ες (ὄζω), riechend, stinkend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀζώδης: -ες, (ὄζος, εἶδος) ὁ ἔχων κλάδους ἀντίθετ. τῷ ἄοζος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ ἔχων κόμβους ἢ ῥόζους, ἐπὶ ξύλου, αὐτόθι 3. 10, 4, ἴδε Πλίν. 16. 25. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ ὄζω) = ὀσμώδης, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 436.
Greek Monolingual
(I)
-ες (Α ὀζώδης, -ῶδες) [όζος (Ι)]
1. (για φυτά) αυτός που έχει όζους, κλάδους
2. (για ξύλο) αυτός που έχει ρόζους, κόμπους
νεοελλ.
ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου κατά την οποία εμφανίζονται όζοι ή οζίδια (α. «οζώδες ερύθημα» β. «οζώδης περιαρτηρίτιδα»).
(II)
ὀζώδης, -ῶδες (ΑΜ)
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη οσμή, δύσοσμος, δυσώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + κατάλ. -ώδης].