Πλάτων
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, Plato (prop. a nickname,
A broad-shouldered):— hence Adj. Πλᾰτώνειος, α, ον, of Plato, Sch.D.T.p.224 H., Suid.; Πλατώνεια, τά, festival in honour of P., Porph. ap. Eus.PE10.3:— also Πλᾰτωνικός, ή, όν, AP11.354.9 (Agath.); Π. φιλόσοφος Sammelb. 6012 (iii A.D.); ἀποδείξεις Dam.Pr.311: Comp. -ώτερος ib.263: Sup. -ώτατος Luc.VH2.19. Adv. -κῶς after the manner of Plato, τὰς γυναῖκας Π. ἔχοντες κοινάς Str.7.3.7.
Greek (Liddell-Scott)
Πλάτων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ φιλόσοφος· ἐξ οὗ ἐπίθ. Πλατώνειος, α, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Πλάτωνα, Α. Β. 853, Σουΐδ.· Πλατωνικός, ή, όν, Ἀνθ. Π. 11. 354, κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 19· ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τὸν τρόπον τοῦ Πλάτωνος. Στράβ. 300· -ώτερον Κλήμ. Ἀλ. 553· ― θηλ. ἐπίθ. Πλατωνίς, ίδος, Χριστοδ. Ἔκφρασις 393.
«χαλκωμάτιόν τι, ᾧ τὸν ὀπὸν ἀντλοῦσιν, ὅτε γάλα συμπήσ(σ)ωσιν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
Platon (son vrai nom était prob. Aristoclès), philosophe célèbre, disciple de Socrate.
Étymologie: πλατύς.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και Πλάτωνας Ν·ο δεύτερος της μεγάλης τριάδας τών αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, μετά τον Σωκράτη και πριν από τον Αριστοτέλη, που έθεσαν, σε συνάφεια ο ένας προς τον άλλο, τα φιλοσοφικά θεμέλια του δυτικού πολιτισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πλατύς.
Greek Monotonic
Πλάτων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ο Πλάτωνας· απ' όπου το επίθ. Πλατωνικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στον Πλάτωνα, σε Ανθ.· υπερθ. -ώτατος, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον τρόπο του Πλάτωνα, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
Πλάτων: ωνος (ᾰ) ὁ Платон
1) родом из Афин, сын Аристона и Периктионы, ученик Сократа, основатель «Академической» философской школы, 427-347 гг. до н. э.;
2) уроженец Афин, один из представителей староатт. комедии, V-IV вв. до н. э.
Middle Liddell
Πλά˘των, ωνος, ὁ,
Plato