πίκρα

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίκρα Medium diacritics: πίκρα Low diacritics: πίκρα Capitals: ΠΙΚΡΑ
Transliteration A: píkra Transliteration B: pikra Transliteration C: pikra Beta Code: pi/kra

English (LSJ)

ἡ, an

   A antidote, 'higry-pigry' (i.e. ἱερὰ π.), Alex.Trall.7.6, Febr.6.

Greek (Liddell-Scott)

πίκρα: ἡ, ἀντίδοτον, μνημονευόμενον ἐκ τοῦ Ἀλεξ. Τραλλ.

Greek Monolingual

η, Ν·1.η ιδιότητα του πικρού, η πικράδα («η πίκρα του κινίνου»)
2. η πικρία, η βαθιά λύπηοπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι)
3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ. γλυκαίνω > γλύκα)].