στέργημα

From LSJ
Revision as of 15:59, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέργημα Medium diacritics: στέργημα Low diacritics: στέργημα Capitals: ΣΤΕΡΓΗΜΑ
Transliteration A: stérgēma Transliteration B: stergēma Transliteration C: stergima Beta Code: ste/rghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A love-charm, τινος to influence him, S.Tr.1138.

German (Pape)

[Seite 936] τό, = στέργηθρον, Soph. Trach. 1128.

Greek (Liddell-Scott)

στέργημα: τό, φίλτρον, φυλακτήριον ἔρωτος, «μάγια», τινός, ὅπως ἐπιδράσῃ εἴς τινα, Σοφ. Τρ. 1138.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
philtre amoureux.
Étymologie: στέργω.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α στέργω
στέργηθρον.

Greek Monotonic

στέργημα: -ατος, τό, φίλτρο έρωτα, μάγια που προκαλούν τον έρωτα, τινος, για να ασκήσουν επίδραση πάνω του, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

στέργημα: ατος τό любовные чары: σ. προσβαλεῖν τινι Soph. околдовать кого-л. любовью.

Middle Liddell

στέργημα, ατος, τό,
a love-charm, τινος to influence him, Soph. [from στέργω