ὁλοσώματος

From LSJ
Revision as of 16:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλοσώμᾰτος Medium diacritics: ὁλοσώματος Low diacritics: ολοσώματος Capitals: ΟΛΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: holosṓmatos Transliteration B: holosōmatos Transliteration C: olosomatos Beta Code: o(losw/matos

English (LSJ)

ον,

   A of or with the whole body, στροφή Hld.4.17 ; εἰκών full-length portrait, JHS9.248 (Cyprus).

German (Pape)

[Seite 327] den ganzen Leib betreffend, mit dem ganzen Leibe, Heliod. 4, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλοσώμᾰτος: -ον, ὁ δι’ ὅλου τοῦ σώματος, καὶ στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κάτοχοι δινεύοντες Ἡλιόδ. 4. 17, ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν. τ. Β΄, σ. 163· - ἐπὶ εἰκόνος ἡ περιλαμβάνουσα ὁλόκληρον τὸ σῶμα, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 9, σ. 2, ἀριθμ. 94.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁλοσώματος, -ον)
1. σχετικός με όλο το σώμα, ολόσωμος
2. (για εικόνα ή άγαλμα) αυτός που απεικονίζει ολόκληρο το σώμα
μσν.
πλήρης, ολόκληρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + σῶμα, -ατος (πρβλ. μεγαλο-σώματος)].