περιχάρεια

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ἡ</b>" to "ᾰ], ἡ")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχάρεια Medium diacritics: περιχάρεια Low diacritics: περιχάρεια Capitals: ΠΕΡΙΧΑΡΕΙΑ
Transliteration A: pericháreia Transliteration B: perichareia Transliteration C: perichareia Beta Code: perixa/reia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A excessive joy, Pl.Phlb.65d, Ph.1.460; opp. περιωδυνία, Pl.Lg.732c: in pl., Plu.2.83d, Gal.10.841, Plot.1.4.12:—incorrectly writtenπεριχαρ-ία, D.C.44.8, Alciphr.3.38, Adam.2.38, etc.

German (Pape)

[Seite 600] ἡ, ausnehmende, übermäßige Freude; Plat. Phil. 65 d Legg. V, 732 c, im Ggstz von περιωδυνία; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιχάρεια: [ᾰ], ἡ, ὑπερβολικὴ χαρά, ἀντίθετ. τῷ περιωδυνία, Πλάτ. Φίληβ. 65D, Νόμ. 732· ἐσφαλμένως δὲ φέρεται -ία, Ἀλκίφρων 3. 38, Δίων Κ. 44, 8, κτλ.

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ. περιχαρία, ἡ, ΜΑ περιχαρής
μεγάλη χαρά, το να είναι κανείς γεμάτος χαρά.

Russian (Dvoretsky)

περιχάρεια: (χᾰ) ἡ чрезвычайная радость, ликование, восторг (ἡδονὴ καὶ π. Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιχάρεια -ας, ἡ [περιχαρής] grote vreugde.