σύγχορτος

From LSJ
Revision as of 16:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγχορτος Medium diacritics: σύγχορτος Low diacritics: σύγχορτος Capitals: ΣΥΓΧΟΡΤΟΣ
Transliteration A: sýnchortos Transliteration B: synchortos Transliteration C: sygchortos Beta Code: su/gxortos

English (LSJ)

ον,

   A with the grass joining, i.e. bordering upon, marching with, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ A.Supp.5 (anap.); Οἰνόῃ σύγχορτα . . πεδία E.Fr.179: c. gen., σύγχορτοι Ὀμόλας Id.HF371 (lyr.); Φθίας . . καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα . . πεδία, i.e. the marches or boundaries of... Id.Andr.17.

German (Pape)

[Seite 971] angränzend; χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ, Aesch. Suppl. 5; Φθίας σύγχορτα ναίω πεδία, Eur. Andr. 17, vgl. Herc. F. 371; τινί, Orph. Arg. 191.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχορτος: -ον, ὅμορος, συνορεύων, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 5· Οἰνόῃ σύγχορτα... πεδία Εὐρ. Ἀποσπ. 179· ὡσαύτως μετὰ γενικ. σύγχορτοι Ὁμόλας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 371· Φθίας... καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. τὰ μεθόρια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le fourrage est le même ; limitrophe, voisin de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, χόρτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορτος (< χόρτος «περίβολος, χορτάρι, τροφή»), πρβλ. ἔγ-χορτος].

Greek Monotonic

σύγχορτος: -ον, αυτός που μοιράζεται το ίδιο γρασίδι, δηλ. αυτός που συνορεύει, συνοριακός, γειτονικός, με γεν., σε Ευρ.· Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. μεθόρια, σύνορα Φαρσαλίας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σύγχορτος: сопредельный, смежный, соседний: σ. τινι Aesch. или τινος Eur. соседствующий с чем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύγχορτος -ον [σύν, χόρτος] aangrenzend aan, met dat., met gen.

Middle Liddell

σύγχορτος, ον,
with the grass joining, i. e. bordering upon, c. gen., Eur.; Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία i. e. the marches or boundaries of Pharsalia, Eur.