χαυνόω
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A make flaccid, relax:—Pass., to lecome so, Heliod. ap.Orib.46.22.1, Ael.NA12.17; ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Gp.5.2.2. b Pass., of inflammation, subside, Alex.Trall.3.3. 2 χαυνοῦσα (codd.Ath.) is f.l. for χανοῦσα, opening the mouth in kissing, in Ephipp.6.5. II metaph., puff up, fill with conceit, E.Andr.931, Pl.Ly.210e:—Pass., become vain, Arist.VV1251b18, Plb.6.57.7; ταῖς πράξεσι Phld.Hom.p.55 O.; ἐπὶ τούτοις Plu.Caes. 29; ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Babr.95.36; κόραξ ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη Id.77.8; ὑπὸ τῆς δυνάμεως D.C.Fr.49.3. 2 relax, weaken, εἰρήνη χ. τὴν πολιτείαν Lyd.Mag.3.51:—Pass., of character, Heliod. in EN149.13.
German (Pape)
[Seite 1341] schlaff, lose, schwammig machen, u. übtr. = aufblähen; χαυνοῦσα τὸ στόμα τοῖς στρουθίοις ὁμοίως Ephipp. bei Ath. VIII, 363, vgl. 572 f, von einem weichen Kusse; – stolz u. aufgeblasen machen, pass. sich aufblähen, stolz sein; αἵ μοι λέγουσαι τούσδ' ἐχαύνωσαν λόγους Eur. Andr. 932; pass. bei Arist. virt et vit. 7, 5; Pol. 6, 57, 7. 16, 21, 12 u. Sp., wie Plut.; ἐχαυνώθη καρδίην Babr. 77, 8.
Greek (Liddell-Scott)
χαυνόω: μέλλ. -ώσω. κάμνω τι πορῶδες ἢ πλαδαρόν, χαλαρώνω, Φιλῆς 35. 8. - Παθ., γίνομαι χαῦνος, χαλαροῦμαι, Αἰλ. π. Ζῴων 12. 17· ἡ γῆ χ. εἰς ῥαγάδας Γεωπον. 5. 2, 2. 2) παρ’ Ἐφίππῳ ἐν «Ἐμπολῇ» 1.5, χαυνοῦσα πρέπει νὰ εἶναι = χάσκουσα, ἀνοίγουσα τὸ στόμα κατὰ τὸ φίλημα· ἀλλ’ ὁ Meineke θεωρεῖ ὕποπτον τὴν λέξιν ΙΙ. μεταφορ., φυσιῶ, φουσκώνω, πληρῶ ματαιοφροσύνης, ἢ ἀλαζονείας, Εὐρ. Ἀνδρ. 931, Πλάτ. Λῦσ. 210Ε· - Παθ., γίνομαι μάταιος, ματαιόφρων, ἀλαζών, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακίας 7, 5· ἐπί τινι Πλουτ. Καῖσ. 29· ὁ νοῦς ἐχαυνώθη Βαβρ. 95. 36· κόραξ καρδίην ἐχαυνώθη ὁ αὐτ. 77.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. χαυνώσω;
Pass. ao. ἐχαυνώθην, pf. κεχαύνωμαι;
1 rendre lâche ; Pass. devenir lâche, mou, flasque;
2 fig. gonfler de vanité, de présomption, etc. ; Pass. s’enfler d’un vain orgueil : ἐπί τινι, au sujet de qch.
Étymologie: χαῦνος.
Greek Monotonic
χαυνόω: μέλ. -ήσω,
I. κάνω κάτι πορώδες ή χαλαρό.
II. μεταφ., φουσκώνω, γεμίζω με κούφια έπαρση, σε Ευρ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
χαυνόω: досл. разрыхлять, перен. наполнять самомнением (τινα Eur., Plat.): χαυνοῦσθαι ταῖς ὑπερβολαῖς τῶν ἐπαίνων Plut. зазнаться от чрезмерных похвал; ἐπὶ τούτοις ἐχαυνοῦτο Plut. это вскружило ему голову.
Middle Liddell
χαυνόω, fut. -ώσω
I. to make porous or flaccid.
II. metaph. to puff up, fill with conceit, Eur., Plat.