ἀνάδοχος

From LSJ
Revision as of 16:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάδοχος Medium diacritics: ἀνάδοχος Low diacritics: ανάδοχος Capitals: ΑΝΑΔΟΧΟΣ
Transliteration A: anádochos Transliteration B: anadochos Transliteration C: anadochos Beta Code: a)na/doxos

English (LSJ)

ον,

   A taking upon oneself, giving security for, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀ. τῶν χρημάτων Men.516.    II as Subst., security, surety, D.H.6.84, Plu.Dio18; τῆς φιλίας Κύπρις ἀ. PGrenf.1.1; περί, ὑπέρ τινος, Phalar.Ep.22,38.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, der Bürge, Plut. Dion. 18; Dion. H. 6, 84; τῶν χρημάτων, Men. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάδοχος: -ον, ἐγγυητής, πρὸς τὴν ἀδελφὴν ἀν. τῶν χρημάτων Μενάνδρ. ἐν «Χήρᾳ» 3. ΙΙ. ἐγγύησις, ἐνέχυρον, Διον. Ἁλ. 6. 84, Πλουτ. Δίων 18. - ὁ ἀναδεχόμενος ἐκ τῆς κολυμβήθρας τόν βαπτιζόμενον, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον (ὁ, ἡ)
caution, répondant.
Étymologie: ἀνά, δέχομαι.

Spanish (DGE)

-ον
garante, fiador τῶν χρημλάτων Men.Fr.449, τῶν ὁμολογουμένων Plu.Dio 18, cf. D.H.6.84, POxy.1489.7 (III a.C.), Stud.Pal.20.139.2 (VI a.C.)
c. ὑπέρ o περί más gen. ἀ. ὑπὲρ τηλικούτου πράγματος Phalar.Ep.38, ἀ. ... περὶ τοῦ μηδὲν ἐμὲ κατ' αὐτοῦ πονηρὸν πεπιστευκέναι Phalar.Ep.22
fig. fiador, responsable τῆς φιλίης Κύπρις ἐστι ἀ. Lyr.Alex.Adesp.1.3, del padrino del bautismo, Dion.Ar.EH M.3.396C.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνάδοχος, Α ἀνάδοχος, -ον) ἀναδέχομαι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δέχεται στην αγκαλιά του το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, ο νονός
αρχ.-νεοελλ. εγγυητής
νεοελλ.
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση κάποιου έργου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀνάδοχον
εγγύηση, ασφάλεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάδοχος: ὁ поручитель, порука (τινος Men., Plut.).